- χολοστεαρικός
- και χολοστεατικός, -ή, -ό, Ν [χολόστεαρ](παλ. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολοστεαρίνη, δηλαδή στη χοληστερίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολοστεατικός — ή, ό, Ν (παλ. τ.) βλ. χολοστεαρικός … Dictionary of Greek